- παθοῦσιν
- πάσχωhaveaor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιρρέπω — ἐπιρρέπω (Α) [ρέπω] 1. τείνω, πλησιάζω κάτι («ἡμῑν δ’ αἰπὺς ὄλεθρος ἐπιρρέπῃ», Ομ. Ιλ.) 2. απρόσ. ἐπιρρέπει πέφτει στον κλήρο κάποιου, τυχαίνει, λαχαίνει 3. έχω έμφυτη κλίση για κάτι 4. (μτβ.) δίνω κλίση σε κάτι, κάνω κάτι να γείρει 5. στέλνω… … Dictionary of Greek